αντανακλαστικός — ή, ό 1. εκείνος που προκαλεί ή υφίσταται αντανάκλαση 2. (Γραμμ.) «αντανακλαστικές αντωνυμίες» οι αυτοπαθείς, αυτές που αναφέρονται στο ίδιο το υποκείμενο 3. το ουδ. ως ουσ. η αυτόματη (άμεση και ακούσια) απάντηση ενός οργάνου σε κάποιο ερέθισμα … Dictionary of Greek
ανακλαστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάκλαση, ο αντανακλαστικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακλώ ή ανάκλασις( η). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. reflective] … Dictionary of Greek
ετεροπάθεια — η (Α ἑτεροπάθεια) νεοελλ. αλλοπάθεια, θεραπευτική αγωγή που συνίσταται στη χορήγηση φαρμάκων κατάλληλων να προκαλέσουν συμπτώματα αντίθετα από αυτά που επιδιώκουν να θεραπεύσουν αρχ. ο ερεθισμός από αντανάκλαση, αντανακλαστικός πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ρεφλέξ — και ριφλέξ, Ν άκλ. 1. αντανακλαστικό 2. (ως επιθ.) αντανακλαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reflex / αγγλ. reflex < λατ. reflexus, μτχ. παθ. αορ. τού reflecto «επιστρέφω»] … Dictionary of Greek
φτάρνισμα — και φτέρνισμα και πτάρνισμα και πτέρνισμα, το, Ν [φταρνίζομαι / φτερνίζομαι / πταρνίζομαι / πτερνίζομαι] αντανακλαστικός σπασμός τών αναπνευστικών μυών που προκαλεί βίαιη και ηχηρή εκπνοή … Dictionary of Greek
φτάρνισμα — φτάρνισμα, το και φτέρνισμα, το, ατος ακούσιος αντανακλαστικός σπασμός των αναπνευστικών μυώνων, που οφείλεται σε ερεθισμό του βλεννογόνου της μύτης και προκαλεί την εκπνοή αέρα με βίαιο και ηχηρό τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)