αντανακλαστικός

αντανακλαστικός
-ή, -ό
1. αυτός που προκαλεί ή παθαίνει αντανάκλαση ή προέρχεται απ' αυτήν: Τα τηλεσκόπια έχουν τα λεγόμενα αντανακλαστικά κάτοπτρα.
2. «αντανακλαστικά (ή ανακλαστικά) φαινόμενα» λέγονται κινητικές αντιδράσεις του οργανισμού σε εξωτερικούς ερεθισμούς που γίνονται χωρίς τη συμμετοχή της βούλησης και της συνείδησης του ατόμου (ερεθισμός λ.χ. του κερατοειδούς του ματιού προκαλεί κλείσιμο των βλεφάρων κτλ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντανακλαστικός — ή, ό 1. εκείνος που προκαλεί ή υφίσταται αντανάκλαση 2. (Γραμμ.) «αντανακλαστικές αντωνυμίες» οι αυτοπαθείς, αυτές που αναφέρονται στο ίδιο το υποκείμενο 3. το ουδ. ως ουσ. η αυτόματη (άμεση και ακούσια) απάντηση ενός οργάνου σε κάποιο ερέθισμα …   Dictionary of Greek

  • ανακλαστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάκλαση, ο αντανακλαστικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακλώ ή ανάκλασις( η). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. reflective] …   Dictionary of Greek

  • ετεροπάθεια — η (Α ἑτεροπάθεια) νεοελλ. αλλοπάθεια, θεραπευτική αγωγή που συνίσταται στη χορήγηση φαρμάκων κατάλληλων να προκαλέσουν συμπτώματα αντίθετα από αυτά που επιδιώκουν να θεραπεύσουν αρχ. ο ερεθισμός από αντανάκλαση, αντανακλαστικός πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ρεφλέξ — και ριφλέξ, Ν άκλ. 1. αντανακλαστικό 2. (ως επιθ.) αντανακλαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reflex / αγγλ. reflex < λατ. reflexus, μτχ. παθ. αορ. τού reflecto «επιστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • φτάρνισμα — και φτέρνισμα και πτάρνισμα και πτέρνισμα, το, Ν [φταρνίζομαι / φτερνίζομαι / πταρνίζομαι / πτερνίζομαι] αντανακλαστικός σπασμός τών αναπνευστικών μυών που προκαλεί βίαιη και ηχηρή εκπνοή …   Dictionary of Greek

  • φτάρνισμα — φτάρνισμα, το και φτέρνισμα, το, ατος ακούσιος αντανακλαστικός σπασμός των αναπνευστικών μυώνων, που οφείλεται σε ερεθισμό του βλεννογόνου της μύτης και προκαλεί την εκπνοή αέρα με βίαιο και ηχηρό τρόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”